24 Αλλά όταν έφτασαν στο λόφο, ο Γεχαζί πήρε από τους δούλους του Νεεμάν τα τάλαντα και τα φύλαξε στο σπίτι, κι αυτούς τους άφησε να φύγουν.
25 Μετά ξαναμπήκε στο σπίτι και παρουσιάστηκε στον κύριό του, τον Ελισαίο. «Από πού έρχεσαι Γεχαζί;» τον ρώτησε εκείνος. Ο υπηρέτης απάντησε: «Ο δούλος σου δεν πήγα πουθενά».
26 Τότε ο Ελισαίος του είπε: «Εγώ ήμουν νοερά παρών, όταν ο άνθρωπος κατέβηκε από το αμάξι του, για να σε συναντήσει. Ήταν ώρα τώρα να πας να πάρεις χρήματα, για ν’ αγοράσεις ρούχα, ελαιώνες, αμπέλια, πρόβατα, βόδια, δούλους και δούλες;
27 Γι’ αυτό η λέπρα του Νεεμάν θα έρθει πάνω σ’ εσένα και στους απογόνους σου για πάντα».Κι ο Γεχαζί έφυγε μπροστά από τον Ελισαίο λεπρός, άσπρος σαν το χιόνι.