42 ύψωσες το δεξί χέρι εκείνων που ήσαν εναντίον του· εύφρανες τους εχθρούς του·
43 μάλιστα, το κοφτερό μέρος τής ρομφαίας το άμβλυνες, και δεν τον στερέωσες στη μάχη·
44 έκανες να σταματήσει η δόξα του, και έρριξες τον θρόνο του καταγής·
45 λιγόστεψες τις ημέρες τής νιότης του· τον έντυσες με ντροπή. (Διάψαλμα).
46 Mέχρι πότε, Kύριε; Θα κρύβεσαι για πάντα; Θα καίει η οργή σου σαν φωτιά;
47 Θυμήσου πόσο σύντομος είναι ο καιρός μου, με ποια ματαιότητα έπλασες όλους τούς γιους των ανθρώπων.
48 Ποιος άνθρωπος θα ζήσει, και δεν θα δει θάνατο; Ποιος θα λυτρώσει την ψυχή του από το χέρι τού άδη; (Διάψαλμα).