16 Εἰς τὸ δεξί του χέρι εἶχε ἑπτὰ ἀστέρας καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαινε δίστομη κοφτερὴ ρομφαία καὶ ἡ ὄψις του ἦτο σὰν τὸν ἥλιο ὅταν λάμπῃ εἰς ὅλην τὴν δύναμίν του.
17 Ὅταν τὸν εἶδα, ἔπεσα εἰς τὰ πόδια του σὰν νεκρός, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἔβαλε τὸ δεξί του χέρι ἐπάνω μου καὶ εἶπε, «Μὴ φοβᾶσαι· ἐγὼ εἶμαι ὁ πρῶτος καὶ ὁ τελευταῖος
18 καὶ ἐκεῖνος ποὺ ζῆ· ἤμουν νεκρός, ἀλλὰ νά, τώρα εἶμαι ζωντανὸς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ ἔχω τὰ κλειδιὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾍδη.
19 Γράψε λοιπὸν ἐκεῖνα ποὺ εἶδες καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι καὶ ὅσα μέλλουν νὰ γίνουν ὕστερα.
20 Ὡς πρὸς τὸ μυστήριον τῶν ἑπτὰ ἀστέρων, τοὺς ὁποίους εἶδες εἰς τὸ δεξί μου χέρι, καὶ τὶς ἑπτὰ λυχνίες τὶς χρυσές, οἱ ἑπτὰ ἀστέρες εἶναι οἱ ἄγγελοι τῶν ἑπτὰ ἐκκλησιῶν καὶ αἱ ἑπτὰ λυχνίαι εἶναι αἱ ἑπτὰ ἐκκλησίαι.