8 Ἐγὼ εἶμαι τὸ Α καὶ τὸ Ω, λέγει ὁ Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει, ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε καὶ ὁ ὁποῖος θὰ ἔλθῃ, ὁ Παντοκράτωρ.
9 Ἐγὼ ὁ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφός σας καὶ συμμέτοχος εἰς τὴν θλῖψιν καὶ τὴν βασιλείαν καὶ τὴν ὑπομονὴν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, ἤμουν εἰς τὴν νῆσον ποὺ ὀνομάζεται Πάτμος, ἐξ αἰτίας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς μαρτυρίας διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
10 Κατὰ τὴν Κυριακὴν ἡμέραν ἦλθεν ἐπ᾽ ἐμὲ τὸ Πνεῦμα καὶ ἄκουσα ὀπίσω μου δυνατὴν φωνήν, σὰν φωνὴν ἀπὸ σάλπιγγα,
11 ποὺ μοῦ ἔλεγε, «Ἐκεῖνο ποὺ βλέπεις γράψε εἰς τὸ βιβλίον καὶ στεῖλέ το εἰς τὰς ἑπτὰ ἐκκλησίας, εἰς τὴν Ἔφεσον, τὴν Σμύρνην, τὴν Πέργαμον, τὰ Θυάτειρα, τὰς Σάρδεις, τὴν Φιλαδέλφειαν καὶ τὴν Λαοδίκειαν».
12 Ἔστρεψα διὰ νὰ ἰδῶ τίνος ἦτο ἡ φωνὴ ποὺ μοῦ ἐμιλοῦσε, καὶ ὅταν ἔστρεψα, εἶδα ἑπτὰ λυχνίες χρυσὲς
13 καὶ εἰς τὸ μέσον τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ἕνα ὅμοιον πρὸς υἱὸν ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐφοροῦσε χιτῶνα ποὺ ἔφθανε μέχρι τῶν ἄκρων τῶν ποδιῶν καὶ ἦτο ζωσμένος εἰς τὸ στῆθος μὲ ζώνην χρυσῆν.
14 Τὸ κεφάλι του καὶ τὰ μαλλιά του ἦσαν ἄσπρα σὰν τὸ ἄσπρο μαλλὶ καὶ τὸ χιόνι, καὶ τὰ μάτια του σὰν πύρινη φλόγα.