15 Τότε ἐσάλπισε ὁ ἕβδομος ἄγγελος καὶ ἀκούσθησαν φωναὶ δυναταὶ εἰς τὸν οὐρανὸν αἱ ὁποῖαι ἔλεγαν, «Ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου ἔγινε βασιλεία τοῦ Κυρίου μας καὶ τοῦ Χριστοῦ του καὶ θὰ βασιλεύσῃ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
16 Καὶ οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, ποὺ ἦσαν ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ, καθήμενοι εἰς τοὺς θρόνους των, ἔπεσαν κάτω μὲ τὰ πρόσωπά των καὶ προσκύνησαν τὸν Θεὸν
17 καὶ ἔλεγαν, «Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε Θεὲ Παντοκράτορ, σὺ ποὺ ὑπάρχεις καὶ ὑπῆρχες καὶ θὰ ἔλθῃς, διότι ἀνέλαβες τὴν δύναμίν σου τὴν μεγάλην καὶ ἐβασίλευσες.
18 Τὰ ἔθνη ὠργίσθησαν ἀλλὰ ἦλθε ἡ ὀργή σου καὶ ὁ καιρὸς νὰ κριθοῦν οἱ νεκροὶ καὶ νὰ ἀνταμείψῃς τοὺς δούλους σου τοὺς προφήτας καὶ τοὺς ἁγίους καὶ ἐκείνους ποὺ φοβοῦνται τὸ ὄνομά σου, τοὺς μικροὺς καὶ τοὺς μεγάλους, καὶ νὰ καταστρέψῃς ἐκείνους ποὺ καταστρέφουν τὴν γῆν».
19 Τότε ἄνοιξε ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐφάνηκε ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης τοῦ Κυρίου εἰς τὸν ναόν του, καὶ ἔγιναν ἀστραπαί, φωναί, βρονταί, σεισμὸς καὶ χάλαζα μεγάλη.