10 Τότε ἄκουσα φωνὴν δυνατὴν εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ λέγῃ, «Ἦλθε τώρα ἡ σωτηρία, ἡ δύναμις, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μας καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ του, διότι ἐρρίχθηκε κάτω ὁ κατήγορος τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ τοὺς κατηγοροῦσε ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεόν μας ἡμέραν καὶ νύχτα.
11 Καὶ αὐτοὶ τὸν ἐνίκησαν χάρις εἰς τὸ αἷμα τοῦ Ἀρνίου καὶ χάρις εἰς τὸν λόγον τῆς μαρτυρίας των, καὶ ἀδιαφόρησαν διὰ τὴν ζωήν των μέχρι θανάτου.
12 Χαρῆτε γι᾽ αὐτό, ὦ οὐρανοὶ καὶ ὅσοι κατοικεῖτε εἰς αὐτούς. Ἀλλοίμονον εἰς τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, διότι ὁ διάβολος κατέβηκε σ᾽ ἐσᾶς μὲ μεγάλον θυμόν, ἐπειδὴ ξέρει ὅτι λίγος εἶναι ὁ καιρός του».
13 Ὅταν εἶδε ὁ δράκος ὅτι ἐρρίχθηκε εἰς τὴν γῆν, κατεδίωξε τὴν γυναῖκα ποὺ ἐγέννησε τὸ ἀρσενικὸ παιδί.
14 Ἀλλ᾽ ἐδόθηκαν εἰς τὴν γυναῖκα δύο πτέρυγες τοῦ ἀετοῦ τοῦ μεγάλου, διὰ νὰ πετάξῃ εἰς τὸν τόπον της εἰς τὴν ἔρημον, ὅπου θὰ τρέφεται ἕνα καιρόν, δύο καιροὺς καὶ μισὸν καιρόν, μακρυὰ ἀπὸ τὸ φίδι.
15 Τότε τὸ φίδι ἔχυσε ἀπὸ τὸ στόμα του νερὸ σὰν ποτάμι, πίσω ἀπὸ τὴν γυναῖκα, διὰ νὰ τὴν παρασύρῃ.
16 Ἀλλ᾽ ἡ γῆ ἐβοήθησε τὴν γυναῖκα καὶ ἄνοιξε ἡ γῆ τὸ στόμα της καὶ κατάπιε τὸ ποτάμι ποὺ ἔχυσε ὁ δράκος ἀπὸ τὸ στόμα του.