1 Καὶ στάθηκα εἰς τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης. Καὶ εἶδα νὰ ἀνεβαίνῃ ἀπὸ τὴν θάλασσαν θηρίον μὲ δέκα κέρατα καὶ ἑπτὰ κεφάλια. Ἐπάνω εἰς τὰ κέρατά του ἦσαν δέκα στέμματα καὶ εἰς τὰ κεφάλια του ὀνόματα βλάσφημα.
2 Τὸ θηρίον ποὺ εἶδα, ἦτο ὅμοιον πρὸς πάρδαλιν καὶ τὰ πόδια του ἦσαν σὰν τῆς ἀρκούδας καὶ τὸ στόμα του ἦτο σὰν στόμα λιονταριοῦ, καὶ ὁ δράκος τοῦ ἔδωσε τὴν δύναμίν του καὶ τὸν θρόνον του καὶ μεγάλην ἐξουσίαν.
3 Ἕνα ἀπὸ τὰ κεφάλια του φαινότανε νὰ ἔχῃ θανάσιμη πληγή, ἀλλ᾽ ἡ θανάσιμη πληγή του θεραπεύθηκε καὶ ὁλόκληρη ἡ γῆ ἀκολουθοῦσε τὸ θηρίον μὲ θαυμασμόν.
4 Οἱ ἄνθρωποι προσκύνησαν τὸν δράκον διότι ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν εἰς τὸ θηρίον, καὶ προσκύνησαν τὸ θηρίον καὶ ἔλεγαν, «Ποιός εἶναι ὅμοιος πρὸς τὸ θηρίον; Ποιός μπορεῖ νὰ πολεμήσῃ ἐναντίον του;».