1 Ὕστερα εἶδα ἄλλο σημεῖον εἰς τὸν οὐρανόν, μεγάλο καὶ θαυμαστό: ἑπτὰ ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὰς ἑπτὰ πληγὰς τὰς τελευταίας, διότι μὲ αὐτὰς συμπληρώνεται ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ.
2 Καὶ εἶδα σὰν μιὰ θάλασσα γυάλινη ἀνακατεμμένη μὲ φωτιά, καὶ ἐκείνους ποὺ ἐνίκησαν τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα του καὶ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ὀνόματός του, νὰ στέκωνται εἰς τὴν γυάλινη θάλασσα μὲ κιθάρες τοῦ Θεοῦ.
3 Καὶ ἔψαλλαν τὸ ἆσμα τοῦ Μωϋσέως, τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ ἆσμα τοῦ Ἀρνίου καὶ ἔλεγαν, «Μεγάλα καὶ θαυμαστὰ εἶναι τὰ ἔργα σου, Κύριε Θεὲ Παντοκράτορ· δίκαιαι καὶ ἀληθιναὶ αἱ ὁδοί σου, βασιλεῦ τῶν ἐθνῶν.
4 Ποιός δὲν θὰ φοβηθῇ, Κύριε, καὶ δὲν θὰ δοξάσῃ τὸ ὄνομά σου; Διότι σὺ μόνος εἶσαι ὅσιος. Ὅλα τὰ ἔθνη θὰ ἔλθουν νὰ προσκυνήσουν ἐνώπιόν σου, διότι φανερώθηκαν αἱ δίκαιαι πράξεις σου».
5 Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ἐκύτταξα καὶ ὁ ναὸς τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου εἰς τὸν οὐρανόν, ἄνοιξε,