1 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῶν Σάρδεων γράψε: «Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας: Ξέρω τὰ ἔργα σου· ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῆς, εἶσαι ὅμως νεκρός.
2 Ξύπνα καὶ στήριξε ὅ,τι ἔχει μείνει καὶ ἔμελλε νὰ πεθάνῃ, διότι δὲν εὑρῆκα τὰ ἔργα σου τέλεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου.
3 Θυμήσου λοιπὸν τί παρέλαβες καὶ ἄκουσες· αὐτὰ νὰ τηρῇς καὶ νὰ μετανοήσῃς. Ἐὰν δὲν ξυπνήσῃς, θὰ ἔλθω σ᾽ ἐσὲ σὰν κλέφτης καὶ δὲν θὰ ξέρῃς ποιά ὥρα θὰ σοῦ ἔλθω.
4 Ἔχεις ὅμως λίγα πρόσωπα εἰς τὰς Σάρδεις, τὰ ὁποῖα δὲν ἐμόλυναν τὰ ἐνδύματά των καὶ θὰ περπατήσουν μαζί μου μὲ λευκά, διότι εἶναι ἄξιοι.