1 Ὕστερα εἶδα εἰς τὸ δεξὶ χέρι ἐκείνου ποὺ ἐκαθότανε εἰς τὸν θρόνον, βιβλίον γραμμένον ἐσωτερικῶς καὶ ἐξωτερικῶς, σφραγισμένον καλὰ μὲ ἑπτὰ σφραγῖδες.
2 Καὶ εἶδα ἕναν ἄγγελον δυνατὸν νὰ φωνάζῃ μὲ δυνατὴν φωνήν, «Ποιός εἶναι ἄξιος νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον καὶ νὰ λύσῃ τὶς σφραγῖδές του;».
3 Καὶ κανεὶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἢ εἰς τὴν γῆν ἢ κάτω ἀπὸ τὴν γῆν δὲν μποροῦσε νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον ἢ νὰ τὸ βλέπῃ.
4 Ἐγὼ ἔκλαια πολύ, διότι δὲν εὑρέθηκε κανεὶς ἄξιος νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον ἢ νὰ τὸ βλέπῃ.
5 Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους μοῦ εἶπε, «Μὴ κλαῖς, διότι ἐνίκησε ὁ Λέων ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα, ἡ Ρίζα τοῦ Δαυΐδ, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον καὶ τὶς ἑπτὰ σφραγῖδές του».
6 Ὕστερα εἶδα νὰ στέκεται μεταξὺ τοῦ θρόνου καὶ τῶν τεσσάρων ζωντανῶν ὄντων καὶ μεταξὺ τῶν πρεσβυτέρων ἕνα Ἀρνίον σὰν νὰ εἶχε σφαγῆ. Εἶχε ἑπτὰ κέρατα καὶ ἑπτὰ μάτια, τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θοῦ ποὺ ἐστάλησαν εἰς ὅλην τὴν γῆν.