9 Καὶ ἔψαλλαν ἕνα καινούργιο ἆσμα: «Εἶσαι ἄξιος νὰ πάρῃς τὸ βιβλίον καὶ νὰ ἀνοίξῃς τὶς σφραγῖδές του, διότι ἐσφάγης καὶ μᾶς ἀγόρασες διὰ τὸν Θεὸν μὲ τὸ αἷμά σου ἀπὸ πᾶσαν φυλὴν καὶ γλῶσσαν καὶ λαὸν καὶ ἔθνος,
10 καὶ τοὺς ἔκαμες διὰ τὸν Θεόν μας βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς καὶ θὰ βασιλεύσουν ἐπὶ τῆς γῆς».
11 Ὕστερα, καθὼς ἐκύτταζα, ἄκουσα φωνὴν πολλῶν ἀγγέλων, γύρω ἀπὸ τὸν θρόνον, τὰ ζωντανὰ ὄντα καὶ τοὺς πρεσβυτέρους. Ὁ ἀριθμός των ἦτο μυριάδες μυριάδων καὶ χιλιάδες χιλιάδων.
12 Καὶ ἔλεγαν μὲ φωνὴν δυνατήν, «Ἄξιον εἶναι τὸ Ἀρνίον, ποὺ εἶχε σφαγῆ, νὰ λάβῃ τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον, τὴν σοφίαν καὶ τὴν ἰσχύν, τὴν τιμὴν καὶ τὴν δόξαν καὶ τὸν ὕμνον».
13 Καὶ ἄκουσα κάθε δημιούργημα, τὸ ὁποῖον εἶναι εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν γῆν καὶ κάτω ἀπὸ τὴν γῆν καὶ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτά, νὰ λέγουν, «Εἰς τὸν καθήμενον εἰς τὸν θρόνον καὶ εἰς τὸ Ἀρνίον ἀνήκει ὁ ὕμνος καὶ ἡ τιμή, ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
14 Καὶ τὰ τέσσερα ζωντανὰ ὄντα ἔλεγαν, «Ἀμήν». Καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεσαν καὶ προσκύνησαν.