1 Ὕστερα ἐκύτταξα καί, ὅταν τὸ Ἀρνίον ἄνοιξε μίαν ἀπὸ τὶς ἑπτὰ σφραγῖδες, ἄκουσα ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα ζωντανὰ ὄντα νὰ λέγῃ μὲ φωνὴν βροντῆς, «Ἔλα».
2 Ἐκύτταξα καὶ ἰδού, ἕνα ἄσπρο ἄλογο καὶ ὁ ἀναβάτης εἶχε τόξον, καὶ τοῦ ἐδόθηκε στεφάνι καὶ ἔφυγε νικητὴς καὶ διὰ νὰ νικήσῃ.
3 Καὶ ὅταν ἄνοιξε τὴν δευτέραν σφραγῖδα, ἄκουσα τὸ δεύτερον ζωντανὸ ὂν νὰ λέγῃ, «Ἔλα».
4 Καὶ ἐβγῆκε ἄλλο ἄλογο κοκκινωπὸ καὶ εἰς τὸν ἀναβάτην ἐδόθηκε ἡ ἄδεια νὰ ἀφαιρέσῃ τὴν εἰρήνην ἀπὸ τὴν γῆν διὰ νὰ σφάξουν οἱ ἄνθρωποι ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ τοῦ ἐδόθηκε μάχαιρα μεγάλη.