1 Τότε ἐσάλπισε ὁ πέμπτος ἄγγελος καὶ εἶδα ἕνα ἄστρον ποὺ εἶχε πέσει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν γῆν καὶ τοῦ ἐδόθηκε τὸ κλειδὶ τοῦ πηγαδιοῦ τῆς ἀβύσσου·
2 ἄνοιξε μὲ αὐτὸ τὸ πηγάδι τῆς ἀβύσσου καὶ ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ πηγάδι καπνὸς σὰν καπνὸς ἀπὸ καμίνι μεγάλο καὶ ἐσκοτείνιασε ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀέρας ἀπὸ τὸν καπνὸν τοῦ πηγαδιοῦ.
3 Ὕστερα ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν καπνὸν ἀκρίδες εἰς τὴν γῆν καὶ τοὺς ἐδόθηκε ἐξουσία, σὰν τὴν ἐξουσίαν ποὺ ἔχουν οἱ σκορπιοὶ τῆς γῆς·
4 τοὺς εἶπαν νὰ μὴ βλάψουν τὸ χορτάρι τῆς γῆς οὔτε κανένα χλωρόν, οὔτε κανένα δένδρον, παρὰ μόνον τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν τὴν σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ εἰς τὰ μέτωπά των.