10 Αὐτοὶ ὅμως λοιδοροῦν ὅσα δὲν ξέρουν, ἐκεῖνα δὲ ποὺ ξέρουν μὲ τὸ φυσικὸν ἔνστικτον, ὅπως τὰ ἄλογα ζῶα, μὲ αὐτὰ καταστρέφονται.
11 Ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι ἐβάδισαν τὸν δρόμον τοῦ Κάϊν, ἐκτροχιάσθησαν εἰς τὴν πλάνην τοῦ Βαλαὰμ χάριν χρημάτων καὶ κατεστράφησαν στασιάσαντες ὅπως ὁ Κορέ.
12 Αὐτοὶ εἶναι κηλῖδες κατὰ τὰς ἀγάπας σας, καθὼς τρώγουν μαζί σας χωρὶς σεβασμόν, βοσκοὶ ποὺ φροντίζουν μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν τους, σύννεφα χωρὶς νερὸ ποὺ παρασύρονται ἀπὸ τοὺς ἀνέμους, δένδρα φθινοπωρινὰ ἄκαρπα, δυὸ φορὲς πεθαμένα, ξερριζωμένα,
13 ἄγρια κύματα τῆς θαλάσσης ποὺ βγάζουν σὰν ἀφρὸν τὰ αἴσχη των, ἀστέρια ποὺ περιπλανῶνται, διὰ τοὺς ὁποίους εἶναι φυλαγμένο γιὰ πάντα τὸ βαθὺ σκοτάδι.
14 Ὁ Ἐνώχ, ὁ ἕβδομος ἀπόγονος ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, ἐπροφήτευσε καὶ γι᾽ αὐτούς, ὅταν εἶπε, «Ἰδού, ἦλθε ὁ Κύριος μὲ τὰς ἁγίας του μυριάδας,
15 διὰ νὰ κάνῃ κρίσιν ἐναντίον ὅλων καὶ νὰ ἐλέγξῃ ὅλους τοὺς ἀσεβεῖς δι᾽ ὅλα τὰ ἔργα τῆς ἀσεβείας των, τὰ ὁποῖα ἀσεβῶς ἔκαναν καὶ δι᾽ ὅλα τὰ σκληρὰ λόγια τὰ ὁποῖα εἶπαν ἐναντίον του ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς».
16 Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ γογγύζουν, εἶναι μεμψίμοιροι, βαδίζουν κατὰ τὰς ἐπιθυμίας των καὶ τὸ στόμα των μιλεῖ ὑπερήφανα, κολακεύουν πρόσωπα διὰ νὰ ὠφεληθοῦν.