Α΄ Μακκαβαιων 1:29-35 TGVD

29 Δύο χρόνια αργότερα, ο βασιλιάς Αντίοχος έστειλε έναν αξιωματούχο του για να εισπράξει τους φόρους από τις πόλεις του Ιούδα. Αυτός ήρθε στην Ιερουσαλήμ με πολυάριθμο στρατό

30 και μίλησε στο λαό της ειρηνικά αλλά με δόλο. Ο λαός τού έδειξε εμπιστοσύνη. Τότε αυτός επετέθη στην πόλη αιφνιδιαστικά, της επέφερε σκληρότατο χτύπημα και θανάτωσε πολλούς Ισραηλίτες.

31 Λαφυραγώγησε την πόλη, την πυρπόλησε και γκρέμισε τα σπίτια της και τα τείχη της.

32 Οι στρατιώτες αιχμαλώτισαν τις γυναίκες και τα παιδιά και μοιράστηκαν μεταξύ τους τα κτήνη.

33 Μετά απ’ αυτά οχύρωσαν την Πόλη Δαβίδ με μεγάλο και ισχυρό τείχος με οχυρωμένους πύργους και τη χρησιμοποιούσαν για ακρόπολη.

34 Εκεί έβαλαν να κατοικήσει ένα αμαρτωλό έθνος, ασεβείς άνθρωποι, οι οποίοι οχυρώθηκαν στην πόλη.

35 Επίσης αποθήκευσαν πολεμοφόδια και τρόφιμα. Συγκέντρωσαν στο φρούριο όλα τα λάφυρα της Ιερουσαλήμ κι έτσι το οχυρό έγινε μεγάλη απειλή για την πόλη.