Α΄ Μακκαβαιων 16:1-7 TGVD

1 Ο Ιωάννης ήρθε από τη Γάζαρα και ανέφερε στον πατέρα του το Σίμωνα όλα όσα έκανε ο Κενδεβαίος.

2 Τότε ο Σίμων κάλεσε τους δυο μεγαλύτερους γιους του, τον Ιούδα και τον Ιωάννη και τους είπε: «Εγώ και τα αδέρφια μου, όλη η οικογένεια του πατέρα μου, πολεμήσαμε τους εχθρούς του Ισραήλ από τα νιάτα μας μέχρι σήμερα, κι ευτυχήσαμε να σώσουμε εμείς πολλές φορές τους Ισραηλίτες.

3 Τώρα όμως εγώ έχω γεράσει, ενώ εσείς με τη βοήθεια του Θεού είστε σε κατάλληλη ηλικία. Πάρτε λοιπόν τη θέση μου και τη θέση του αδερφού μου και βγείτε να πολεμήσετε για το έθνος μας. Και η βοήθεια του Θεού να είναι μαζί σας».

4 Αμέσως ο Ιωάννης στρατολόγησε από τη χώρα είκοσι χιλιάδες γενναίους πολεμιστές και ιππείς και βάδισαν εναντίον του Κενδεβαίου. Διανυκτέρευσαν στη Μωδεΐν,

5 και το πρωί σηκώθηκαν και βάδιζαν προς την πεδιάδα. Εκεί ήρθε να τους αντιμετωπίσει μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη από πεζούς και ιππείς. Ανάμεσα όμως στους δυο στρατούς υπήρχε ένας χείμαρρος.

6 Ο Ιωάννης και ο στρατός του στρατοπέδευσαν μπροστά στον εχθρό. Είδε όμως ότι ο στρατός του φοβόταν να περάσει το χείμαρρο, γι’ αυτό πέρασε αυτός πρώτος. Όταν τον είδαν οι άντρες του πέρασαν κι εκείνοι πίσω απ’ αυτόν.

7 Μετά ο Ιωάννης χώρισε το στρατό κι έβαλε τους καβαλάρηδες ανάμεσα στους πεζούς, γιατί το ιππικό των εχθρών ήταν πάρα πολύ μεγάλο.