Α΄ Μακκαβαιων 3:39-45 TGVD

39 Μ’ αυτούς έστειλε σαράντα χιλιάδες άντρες πεζούς και εφτά χιλιάδες καβαλάρηδες, για να έρθουν στη χώρα του Ιούδα και να την καταστρέψουν, σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά.

40 Ξεκίνησαν, λοιπόν, αυτοί με όλο το στρατό τους και ήρθαν και στρατοπέδευσαν κοντά στην Αμμαούς, στην πεδινή περιοχή.

41 Όταν οι έμποροι της περιοχής έμαθαν γι’ αυτόν τον τεράστιο στρατό, πήραν άφθονο ασήμι και χρυσάφι, ακόμα κι αλυσίδες και ήρθαν στο στρατόπεδο να αγοράσουν αιχμαλώτους Ισραηλίτες για δούλους. Μαζί τους ήρθε και στρατιωτική δύναμη από την Ιδουμαία και τη Φιλισταία.

42 Ο Ιούδας και τ’ αδέρφια του κατάλαβαν ότι η κατάσταση γινόταν όλο και πιο κρίσιμη, γιατί ξένες δυνάμεις άρχισαν να συγκεντρώνονται στα σύνορά τους· κατάλαβαν επίσης καλά πως ο βασιλιάς ήταν αυτός που είχε διατάξει να καταστρέψουν το λαό τους και να τους εξοντώσουν ολοκληρωτικά.

43 Είπαν, λοιπόν, μεταξύ τους: «Εμπρός να αποκαταστήσουμε το γόητρο του λαού μας! Να πολεμήσουμε για το λαό μας και για τους ιερούς τόπους μας».

44 Έτσι συγκεντρώθηκαν όλοι για να ετοιμαστούν για πόλεμο και να προσευχηθούν για να ζητήσουν το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού.

45 Άδεια σαν έρημος είναι η Ιερουσαλήμ,κανείς απ’ τους κατοίκους τηςσ’ αυτήν δεν μπαινοβγαίνει.Καταπατήθηκε ο ναός,ξένοι περιδιαβάζουν την ακρόπολη,που κατοικία έχει γίνει των εθνών.Κάθε χαρά έχει χαθεί απ’ τους Ισραηλίτες·σταμάτησαν ν’ ακούγονται η άρπα κι ο αυλός.