Α΄ Μακκαβαιων 6:4-10 TGVD

4 πρόβαλαν αντίσταση, έτσι που τον εξανάγκασαν να φύγει άπρακτος και να γυρίσει με βαριά καρδιά στη Βαβυλώνα.

5 Στην Περσία πήγε κάποιος και του ανάγγειλε ότι τα στρατεύματα που είχε στείλει εναντίον της Ιουδαίας εξοντώθηκαν·

6 του είπε επίσης ότι πρώτος είχε πάει ο Λυσίας με ισχυρό στρατό, αλλά τράπηκε σε φυγή από τους Ιουδαίους. Αυτοί στο μεταξύ είχαν αυξήσει τη δύναμή τους σε όπλα και έμψυχο υλικό από τη λαφυραγώγηση των βασιλικών στρατευμάτων, που τα είχαν καταστρέψει.

7 Επίσης του είπε ότι οι Ιουδαίοι είχαν γκρεμίσει το βδέλυγμα της ερημώσεως, που είχε στήσει ο βασιλιάς στο θυσιαστήριο της Ιερουσαλήμ, και περιέβαλαν με ψηλά τείχη το ναό, όπως ήταν πριν· τέλος ότι είχαν καταλάβει και οχυρώσει τη βασιλική πόλη της Βαιθσούρα.

8 Όταν ο βασιλιάς τ’ άκουσε όλα αυτά, εξεπλάγη και ταράχτηκε. Έπεσε στο κρεβάτι του άρρωστος από τη στενοχώρια, γιατί τα πράγματα δεν του είχαν έρθει όπως τα περίμενε.

9 Έμεινε κλινήρης για πολλές ημέρες, γιατί η λύπη του όλο και μεγάλωνε, και κατάλαβε ότι θα πεθάνει.

10 Τότε κάλεσε όλους όσοι είχαν τον τίτλο “φίλοι του βασιλιά” και τους είπε: «Δεν έχω πια ύπνο κι έχω εξαντληθεί από την αγωνία.