Α΄ Μακκαβαιων 6:8-14 TGVD

8 Όταν ο βασιλιάς τ’ άκουσε όλα αυτά, εξεπλάγη και ταράχτηκε. Έπεσε στο κρεβάτι του άρρωστος από τη στενοχώρια, γιατί τα πράγματα δεν του είχαν έρθει όπως τα περίμενε.

9 Έμεινε κλινήρης για πολλές ημέρες, γιατί η λύπη του όλο και μεγάλωνε, και κατάλαβε ότι θα πεθάνει.

10 Τότε κάλεσε όλους όσοι είχαν τον τίτλο “φίλοι του βασιλιά” και τους είπε: «Δεν έχω πια ύπνο κι έχω εξαντληθεί από την αγωνία.

11 Αναρωτήθηκα πού οφείλεται αυτή μου η κατάθλιψη και η μεγάλη φουρτούνα της αγωνίας μου, αφού εγώ τόσους είχα ευεργετήσει και ήμουν απ’ όλους αγαπητός σαν βασιλιάς.

12 Κι αναλογίζομαι τώρα τις συμφορές που προξένησα στην Ιερουσαλήμ· πήρα όλα τα χρυσά και ασημένια σκεύη, που υπήρχαν στο ναό της κι έστειλα ανθρώπους να εξαφανίσουν τους κατοίκους της Ιουδαίας χωρίς καμιά αιτία.

13 Κατάλαβα, λοιπόν, ότι εκεί βρίσκεται η αιτία για όλες αυτές τις συμφορές μου. Και να τώρα που πεθαίνω σε ξένη χώρα απ’ τη μεγάλη θλίψη μου».

14 Τότε κάλεσε το Φίλιππο, έναν από τους «φίλους του» και του ανέθεσε τη διακυβέρνηση όλου του βασιλείου του.