Α΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Α΄) 14:1-6 TGVD

1 Μια μέρα, ο Ιωνάθαν, γιος του Σαούλ, είπε στο νεαρό οπλοφόρο του: «Έλα να περάσουμε ως τη φρουρά των Φιλισταίων, που είναι εκεί απέναντι». Δε φανέρωσε όμως τίποτα στον πατέρα του.

2 Ο Σαούλ βρισκόταν στη Γιβεά, στην άκρη της πόλης, κάτω από τη ροδιά της Μιγρών· ο στρατός που ήταν μαζί του έφτανε περίπου τους εξακόσιους άντρες.

3 Ως ιερέας εκεί υπηρετούσε ο Αχιά, γιος του Αχιτούβ και ανεψιός του Ιχαβώδ, γιου του Φινεές και εγγονού του Ηλεί, που ήταν ιερέας του Κυρίου στη Σιλώ. Ο λαός δεν ήξερε ότι ο Ιωνάθαν είχε φύγει.

4 Ανάμεσα στις διαβάσεις, από όπου προσπαθούσε ο Ιωνάθαν να φτάσει στη φρουρά των Φιλισταίων, υπήρχε ένα πέρασμα μέσα από δύο βραχώδεις αιχμές. Η μια αιχμή ονομαζόταν Βωσές και η άλλη Σέννε.

5 Η πρώτη υψώνεται βόρεια και βλέπει προς τη Μιχμάς και η άλλη νότια και βλέπει προς τη Γεβά.

6 Ο Ιωνάθαν είπε στο νέο που σήκωνε τα όπλα του: «Έλα να περάσουμε ως τη φρουρά αυτών των απερίτμητων. Ίσως ο Κύριος κάνει κάτι για μας. Τίποτα δεν τον εμποδίζει να μας δώσει τη νίκη, αδιάφορο αν είμαστε πολλοί ή λίγοι».