Α΄ Χρονικων (Ή Παραλειπομενων Α΄) 29:14-20 TGVD

14 «Αλλά ποιος είμαι εγώ και ποιος είν’ ο λαός μου, για να μπορέσουμε να σου προσφέρουμε μ’ όλη μας την καρδιά αυτά τα δώρα;

15 Μπροστά σου είμαστε ξένοι και προσωρινοί, όπως όλοι οι πρόγονοί μας. Οι μέρες μας πάνω στη γη είναι σαν τη σκιά και δεν υπάρχει ελπίδα μονιμότητας.

16 Κύριε, Θεέ μας, όλη αυτή η αφθονία υλικών που ετοιμάσαμε, για να σου χτίσουμε ναό και να τιμήσουμε τ’ όνομά σου το άγιο, όλα αυτά από σένα προέρχονται κι όλα σ’ εσένα ανήκουν.

17 Γνωρίζω, Θεέ μου, ότι εσύ εξετάζεις τις καρδιές κι αγαπάς την ευθύτητα. Εγώ με ευθύτητα καρδιάς τα προσφέρω σ’ εσένα όλα αυτά, και τώρα είδα με χαρά και το λαό σου, που είν’ εδώ, να σου προσφέρει πρόθυμα κι εκείνος.

18 «Κύριε των προπατόρων μας, Θεέ του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ισραήλ, κάνε πάντα στου λαού σου την καρδιά να φωλιάζουν τέτοιες σκέψεις και διαθέσεις, και τις καρδιές τους πάντα σ’ εσένα κατεύθυνε.

19 Και δώσε στο γιο μου, το Σολομώντα, ειλικρινή καρδιά για να τηρεί τις εντολές σου, τους νόμους και τις προσταγές σου και να τα θέτει όλα σε εφαρμογή· κι επίσης να κατασκευάσει την οικοδομή που προετοίμασα».

20 Έπειτα είπε ο Δαβίδ σ’ όλη τη σύναξη: «Ευλογήστε τώρα τον Κύριο, το Θεό σας». Και όλη η σύναξη ευλόγησε τον Κύριο, το Θεό των προγόνων τους· γονάτισαν και προσκύνησαν τον Κύριο και το βασιλιά.