Αββακουμ 1:6-12 TGVD

6 Ξεσηκώνω τους Βαβυλώνιους εγώ, αυτό το έθνος το σκληρό κι αδίστακτο, που διασχίζει όλη τη γη, γυρεύοντας να κατακτήσει ξένες χώρες.

7 Είναι φοβεροί και τρομεροί· νόμος τους είναι του ισχυρότερου το δίκαιο.

8 Ταχύτερα κι απ’ τις λεοπαρδάλεις τ’ άλογά τους, κι απ’ ό,τι οι λύκοι μες στη νύχτα αγριότερα τ’ άλογά τους ιππεύουν· έρχοντ’ από μακριά οι καβαλλαραίοι τους, ορμητικά πετούν σαν τον αετό που ρίχνεται στη λεία του.

9 Έτσι κι αυτοί ορμούν στη λεηλασία. Πίσω τους δεν κοιτούν. Συνάζουν αιχμαλώτους σαν την άμμο.

10 Τους βασιλιάδες κοροϊδεύουν, τους κυβερνήτες περιγελούν. Κανένα φρούριο δεν τους εντυπωσιάζει, φτιάχνουν κάθε φορά ανάχωμα κι εύκολα το κυριεύουν.

11 Όλα τα σαρώνουν, όπως ο άνεμος, και προχωρούν πιο πέρα αυτοί οι ένοχοι, που έχουν την ισχύ τους για θεό».

12 Κύριε, εσύ δεν είσαι ανέκαθεν ο Άγιος Θεός μας; Δε θα πεθάνουμε! Κύριε, εσύ κάλεσες τους Βαβυλώνιους να εκτελέσουν την απόφασή σου· εσύ, προστάτη μας, τους όρισες να μας τιμωρήσουν.