2 Εγώ κοιμόμουν, μα ξαγρύπνα μου η καρδιά.Άκου, χτυπάει ο αγαπημένος μου και λέει:«Καλή μου, άνοιξέ μου, κι αδερφή μου,περιστεράκι μου και λατρευτή μου,γιατί η δροσιά σκέπασε το κεφάλι μουκι οι βραδινές σταλαγματιές νοτίσαν τα μαλλιά μου».
3 «Έβγαλα το χιτώνα μου·τώρα ξανά πρέπεινα τον φορέσω.Τα πόδια μου τα έπλυνα·τώρα ξανά πρέπεινα λερωθούν».
4 Άπλωσε ο αγαπημένος μου το χέρι τουμέσ’ απ’ της θύρας μου τη χαραμάδακι αναταράχτηκαν τα σπλάχνα μου γι’ αυτόν.
5 Σηκώθηκα ν’ ανοίξω στον καλό μουκαι σμύρνα στάλαζε απ’ τα χέρια μου,κι από τα δάχτυλά μου σμύρνα ρέουσαστης κλειδωνιάς απάνω τη λαβή.
6 Άνοιξα στον αγαπημένο μου,μα ο καλός μου είχε φύγει.Λαχτάρησα ν’ ακούσω τη λαλιά του.Τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα.Του φώναξα κι αυτός δε μ’ αποκρίθηκε.
7 Με συναπάντησαν οι φύλακεςπου τριγυρνάνε μες στην πόλη·με χτύπησαν, με πλήγωσαν,μου βγάλανε το πέπλο μουεκείνοι που στα τείχη είναι φρουροί.
8 Σας εξορκίζω, κόρες της Ιερουσαλήμ,σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες έχει ο κάμπος,αν τον καλό μου βρείτε, να του πείτεότι πεθαίνω απ’ της αγάπης την πληγή.