Ασμα Ασματων 8:1-7 TGVD

1 Γιατί να μην είσ’ αδερφός μου,να ’χεις της μάνας μου θηλάσει τους μαστούς!Τότε θα σ’ έβρισκα έξω και θα σε φιλούσακαι κανενός δε θα ’χα την καταφρόνεση.

2 Θα σε οδηγούσα και θα σ’ έφερναστης μάνας μου το σπίτι,κι εκεί θα με δασκάλευες.Κρασί μοσχάτο θα σε πότιζακι απ’ των ροδιών μου το χυμό να πιεις.

3 Το αριστερό του χέρι κάτω απ’ το κεφάλι μουκαι το δεξί του με κρατάει στην αγκαλιά του.

4 Σας εξορκίζω, κόρες της Ιερουσαλήμ,σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες έχει ο κάμπος,μην την ταράξτε μην αναστατώστε την αγάπη μαςώσπου μονάχη της να το θελήσει.

5 Ποια είν’ ετούτη που ανεβαίνει από την έρημοστου αγαπημένου της το μπράτσο ακουμπισμένη;Κάτω από τη μηλιά σε ξύπνησα,εκεί που κοιλοπόνεσε για σένα η μάνα σου,εκεί που σ’ έφερε στο φωςεκείνη που σ’ εγέννα.

6 Βάλε με σαν σφραγίδα στην καρδιά σου,βούλα πάνω στο μπράτσο σου.Γιατ’ είναι δυνατή σαν θάνατος η αγάπη,σκληρό καθώς ο άδης το πάθος το αγαπητικό.Οι φλόγες της φλόγες φωτιάς,άγριο αστροπελέκι.

7 Πλήθος νερά να σβήσουν την αγάπη δεν μπορούνκι ούτε μπορούν ποτάμια να την πνίξουν.Αν κάποιος του σπιτιού τουόλα τα πλούτη έδινεγια ν’ αγοράσει αγάπη,άλλο από καταφρόνια δε θα κέρδιζε.