Β΄ Βασιλεων (Ή Βασιλειων Δ΄) 5:3-9 TGVD

3 Μια μέρα το κορίτσι είπε στην κυρία της: «Μακάρι να απευθυνόταν ο κύριός μου στον προφήτη που είναι στη Σαμάρεια! Αυτός θα τον θεράπευε από τη λέπρα του».

4 Ο Νεεμάν παρουσιάστηκε στον κύριό του, το βασιλιά, και του είπε: «Έτσι κι έτσι είπε η μικρή Ισραηλίτισσα δούλη».

5 Ο βασιλιάς των Συρίων τού είπε: «Πήγαινε τώρα, κι εγώ θα σου δώσω να πας ένα γράμμα στο βασιλιά του Ισραήλ». Έτσι ο Νεεμάν έφυγε, παίρνοντας μαζί του δέκα τάλαντα ασήμι, έξι χιλιάδες σίκλους χρυσάφι και δέκα γιορτινές φορεσιές.

6 Έφερε στο βασιλιά του Ισραήλ και το γράμμα που έλεγε: «Με το γράμμα μου αυτό σου στέλνω το Νεεμάν, τον αρχιστράτηγό μου, να τον θεραπεύσεις από τη λέπρα του».

7 Ο βασιλιάς του Ισραήλ, όταν διάβασε το γράμμα, έσκισε τα ρούχα του και είπε: «Θεός είμαι εγώ για να θανατώνω ή να φέρνω πίσω τη ζωή, ώστε αυτός να μου στέλνει εδώ έναν άνθρωπο για να τον θεραπεύσω από τη λέπρα του; Προσέξτε και θα το δείτε πως αυτός γυρεύει πρόφαση για να συγκρουστεί μαζί μου».

8 Όταν ο Ελισαίος, ο άνθρωπος του Θεού, άκουσε ότι ο βασιλιάς του Ισραήλ έσκισε τα ρούχα του, του παράγγειλε: «Γιατί έσκισες τα ρούχα σου; Στείλε τον, σε παρακαλώ, σ’ εμένα και θα μάθει ότι υπάρχει προφήτης στον Ισραήλ».

9 Έτσι ο Νεεμάν ήρθε με τ’ άλογά του και την άμαξά του και στάθηκε στην πόρτα του σπιτιού του Ελισαίου.