Β΄ Βασιλεων (Ή Βασιλειων Δ΄) 6:4-10 TGVD

4 Κι ο Ελισαίος απάντησε: «Σύμφωνοι. Έρχομαι».Κατέβηκαν, λοιπόν, στις όχθες του Ιορδάνη κι έκοβαν ξύλα.

5 Ενώ όμως ένας έκοβε, το σίδερο του τσεκουριού του ξέφυγε κι έπεσε στο νερό. Τότε αυτός φώναξε «Αχ, κύριέ μου και το είχα δανειστεί!»

6 «Πού έπεσε;» τον ρώτησε ο άνθρωπος του Θεού. Κι εκείνος του έδειξε το μέρος. Τότε ο Ελισαίος έκοψε ένα κομμάτι ξύλο και το έριξε στο ίδιο σημείο, κι έκανε το σίδερο να επιπλεύσει.

7 Μετά είπε στον άνθρωπο: «Πιάσ’ το». Εκείνος άπλωσε το χέρι του και το πήρε.

8 Την εποχή που ο βασιλιάς των Συρίων ήταν σε πόλεμο με τον Ισραήλ, συσκέφθηκε με τους αξιωματούχους του κι ύστερα αποφάσισε: «Σ’ αυτόν και σ’ εκείνο τον τόπο θα στρατοπεδεύσω».

9 Ο άνθρωπος του Θεού, όμως, έστειλε ειδοποίηση στο βασιλιά του Ισραήλ: «Πρόσεξε», του έλεγε, «να μην περάσεις από ’κείνο τον τόπο, γιατί εκεί έχουν στήσει ενέδρα οι Σύριοι».

10 Έτσι ο βασιλιάς του Ισραήλ είχε τη δυνατότητα να στείλει στρατιώτες να επιτηρούν τον τόπο που του υπέδειξε ο άνθρωπος του Θεού. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Ο Ελισαίος ειδοποιούσε το βασιλιά κι εκείνος έπαιρνε τις προφυλάξεις του.