Β΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Β΄) 13:24-30 TGVD

24 Ο Αβεσσαλώμ παρουσιάστηκε στο βασιλιά και του είπε: «Ο δούλος σου έχω κουρευτές προβάτων. Ας έρθει, σε παρακαλώ, ο βασιλιάς και οι αξιωματούχοι του στο σπίτι μου».

25 Ο βασιλιάς απάντησε στον Αβεσσαλώμ: «Όχι, γιε μου, ας μην έρθουμε τώρα όλοι μας, για να μη σε επιβαρύνουμε». Ο Αβεσσαλώμ τον πίεζε, αλλά εκείνος δε θέλησε να πάει, και του ευχήθηκε καλό κατευόδιο.

26 Τότε ο Αβεσσαλώμ του είπε: «Αν είν’ έτσι, τότε ας έρθει μαζί μας ο αδερφός μου ο Αμνών». Ο βασιλιάς τον ρώτησε: «Γιατί να έρθει μαζί σου ο Αμνών;»

27 Ο Αβεσσαλώμ όμως τον πίεσε ξανά κι εκείνος έδωσε την άδεια να πάει μαζί του ο Αμνών και όλοι οι άλλοι γιοι του βασιλιά.

28 Τότε ο Αβεσσαλώμ έδωσε στους ανθρώπους του διαταγή: «Προσέξτε», τους είπε· «όταν ο Αμνών έρθει στο κέφι από το κρασί και σας πω, “χτυπήστε τον”, τότε θα τον σκοτώσετε. Μη φοβηθείτε. Εγώ δε διατάζω; Πάρτε, λοιπόν, θάρρος και φανείτε γενναίοι».

29 Οι υπηρέτες του Αβεσσαλώμ έκαναν στον Αμνών, ό,τι τους είχε διατάξει ο κύριός τους. Τότε σηκώθηκαν όλοι οι γιοι του βασιλιά, ανέβηκαν ο καθένας στο μουλάρι του κι έφυγαν.

30 Ενώ αυτοί ήταν ακόμα στο δρόμο, έφτασε η είδηση στο Δαβίδ, ότι ο Αβεσσαλώμ σκότωσε όλους τους γιους του βασιλιά και δεν έμεινε κανένας ζωντανός.