Β΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Β΄) 14:1-7 TGVD

1 Ο Ιωάβ, γιος της Σερουΐας, κατάλαβε ότι ο νους του βασιλιά δεν έφευγε από τον Αβεσσαλώμ.

2 Έτσι έστειλε κι έφερε από την Τεκωά μια έξυπνη γυναίκα και της είπε: «Κάνε ότι πενθείς· φόρεσε πένθιμα ρούχα, μην αλειφτείς με αρωματικό λάδι και προσποιήσου τη γυναίκα που πενθεί από καιρό έναν νεκρό.

3 Πήγαινε στο βασιλιά και πες του αυτά που θα σου πω». Κι ο Ιωάβ της είπε τι να πει.

4 Η γυναίκα ήρθε στο βασιλιά, έσκυψε το πρόσωπό της στη γη, προσκύνησε και είπε: «Βοήθησέ με, βασιλιά».

5 Ο βασιλιάς τη ρώτησε: «Τι σου συμβαίνει;» Εκείνη απάντησε: «Αλίμονο, είμαι χήρα! Ο άντρας μου έχει πεθάνει.

6 Εγώ, η δούλη σου, είχα δύο γιους. Κάποια μέρα φιλονίκησαν μεταξύ τους στο χωράφι αλλά δεν ήταν εκεί κανείς να τους χωρίσει· έτσι ο ένας χτύπησε τον άλλο και τον σκότωσε.

7 Τότε ξεσηκώθηκαν όλοι οι συγγενείς ενάντια σ’ εμένα, τη δούλη σου, και απαιτούσαν να τους παραδώσω το φονιά για να τον σκοτώσουν και να πάρουν εκδίκηση για το θάνατο του αδερφού του. Αλλά έτσι εγώ μένω χωρίς γιο και χωρίς κληρονόμο. Προσπαθούν να σβήσουν και την τελευταία ελπίδα που μου απέμεινε, και να μην αφήσουν στον άντρα μου έναν απόγονο με τ’ όνομά του στη χώρα».