Β΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Β΄) 20:1-7 TGVD

1 Εκεί στα Γάλγαλα ζούσε ένας Βενιαμινίτης, κακοήθης άνθρωπος, που ονομαζόταν Σεβά, γιος του Βιχρί. Αυτός σάλπισε με τη σάλπιγγα και είπε:«Εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με το Δαβίδ,ούτε κοινή κληρονομιά με το γιο του Ιεσσαί.Γυρίστε καθένας σπίτι του, Ισραηλίτες».

2 Τότε όλοι οι Ισραηλίτες άφησαν το Δαβίδ και ακολούθησαν το Σεβά· οι άντρες της φυλής Ιούδα, όμως, έμειναν πιστοί στο βασιλιά τους και τον συνόδεψαν από τον Ιορδάνη ως την Ιερουσαλήμ.

3 Όταν ήρθε ο βασιλιάς στο ανάκτορό του στην Ιερουσαλήμ, πήρε τις δέκα παλλακίδες, που τις είχε αφήσει να φυλάνε το ανάκτορο, και τις εγκατέστησε σ’ ένα σπίτι που φυλασσόταν καλά. Φρόντιζε για τη διατροφή τους, αλλά δεν είχε πια σχέσεις μαζί τους. Έμειναν έτσι αποκλεισμένες, ως το θάνατό τους, σαν ζωντοχήρες.

4 Στη συνέχεια ο βασιλιάς είπε στον Αμασά: «Συγκέντρωσε μου το στρατό της φυλής Ιούδα και σε τρεις μέρες να έρθετε εδώ».

5 Ο Αμασά πήγε να εκτελέσει τη διαταγή, καθυστέρησε όμως περισσότερο από το χρόνο που του είχε ορίσει ο Δαβίδ.

6 Έτσι ο Δαβίδ είπε στον Αβισάι: «Ο Σεβά, ο γιος του Βιχρί, θα μας προξενήσει μεγαλύτερο κακό απ’ ό,τι ο Αβεσσαλώμ. Πάρε τους άντρες της φρουράς μου και καταδίωξέ τον, για να μην καταλάβει οχυρωμένες πόλεις και μας διαφύγει».

7 Έτσι ο στρατός του Ιωάβ και μαζί οι Χερεθαίοι και οι Φελεθαίοι της βασιλικής φρουράς, δηλαδή όλοι οι εκπαιδευμένοι πολεμιστές, ακολούθησαν τον Αβισάι και βγήκαν από την Ιερουσαλήμ για να καταδιώξουν το Σεβά, γιο του Βιχρί.