Β΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Β΄) 3:29-35 TGVD

29 Η ευθύνη ας βαραίνει μόνο τον Ιωάβ κι ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα του! Ποτέ να μη λείψουν απ’ αυτήν την οικογένεια άνθρωποι που να πάσχουν από γονόρροια ή από λέπρα, άνθρωποι σεξουαλικά ανίκανοι, που να ’χουν πεθάνει με βίαιο θάνατο ή που να στερούνται το ψωμί».

30 Έτσι ο Ιωάβ και ο αδερφός του ο Αβισάι δολοφόνησαν τον Αβενήρ, γιατί κι αυτός είχε σκοτώσει τον Ασαήλ, τον αδερφό τους, στη μάχη της Γαβαών.

31 Ο βασιλιάς Δαβίδ είπε στον Ιωάβ και σ’ αυτούς που τον συνόδευαν: «Σκίστε τα ρούχα σας, ντυθείτε πένθιμα και θρηνήστε για το θάνατο του Αβενήρ». Και βάδιζε ο ίδιος πίσω από το φέρετρο.

32 Όταν έθαβαν τον Αβενήρ στη Χεβρών, ξέσπασε ο βασιλιάς σε δυνατό κλάμα πάνω στον τάφο του. Κι όλος ο λαός έκλαιγε.

33 Ύστερα ο βασιλιάς απάγγειλε για τον Αβενήρ τον παρακάτω θρήνο:«Γιατί να πεθάνειςσαν ανόητος, Αβενήρ;

34 Ούτε τα χέρια σου ήταν δεμέναούτε τα πόδια σου ήταν στα δεσμά·κι ωστόσο έπεσες νεκρός,όπως σκοτώνεται κανείς από κακούργους!»Και όλος ο λαός ξανάρχισε το κλάμα.

35 Μετά, κι όσο ακόμα ήταν μέρα, ήρθαν όλοι για να πείσουν το Δαβίδ να φάει. Αλλά ο Δαβίδ ορκίστηκε και είπε: «Να με τιμωρήσει ο Θεός αν βάλω στο στόμα μου ψωμί ή άλλο τίποτε πριν βασιλέψει ο ήλιος».