11 Τότε ο Αβιμέλεχ έδωσε σ’ όλο το λαό αυτή τη διαταγή: «Όποιος πειράξει τον άνθρωπο αυτό και τη γυναίκα του, εξάπαντος θα θανατωθεί».
12 Ο Ισαάκ έσπειρε σ’ αυτήν τη χώρα και θέρισε τη χρονιά εκείνη το εκατονταπλάσιο –ο Κύριος τον είχε ευλογήσει.
13 Τα αγαθά του όλο και πλήθαιναν, ωσότου έγινε πάμπλουτος.
14 Απέκτησε πρόβατα, βόδια και πολλούς δούλους, και γι’ αυτό οι Φιλισταίοι τον φθόνησαν.
15 Όλα τα πηγάδια που είχαν ανοίξει οι δούλοι του πατέρα του τον καιρό του Αβραάμ, οι Φιλισταίοι τα έφραξαν και τα γέμισαν με χώμα.
16 Ο Αβιμέλεχ είπε τότε στον Ισαάκ: «Φύγε από κοντά μας, γιατί έγινες πολύ δυνατότερος από μας».
17 Έτσι ο Ισαάκ έφυγε από ’κει και κατασκήνωσε κοντά στην Κοιλάδα των Γεράρων και εγκαταστάθηκε εκεί.