25 Όταν πια η Ραχήλ γέννησε και τον Ιωσήφ, ο Ιακώβ είπε στο Λάβαν: «Άσε με να φύγω και να πάω στον τόπο μου, στην πατρίδα μου.
26 Δώσε μου τις γυναίκες μου, που γι’ αυτές σου δούλεψα, και τα παιδιά μου, και να φύγω. Εσύ ξέρεις πόσο σου δούλεψα».
27 Ο Λάβαν του είπε: «Αν μου επιτρέπεις να σου πω, έχω καταλάβει ότι ο Κύριος με ευλόγησε εξαιτίας σου.
28 Όρισέ μου», του λέει, «την αμοιβή σου κι εγώ θα σου τη δώσω».
29 Ο Ιακώβ του είπε: «Εσύ ξέρεις πόσο σου δούλεψα, και πόσα έγιναν τα κοπάδια σου με τη δική μου φροντίδα.
30 Είχες λίγα πριν έρθω, και έγιναν πολλά· πράγματι, ο Θεός σε ευλόγησε με τον ερχομό μου. Τώρα πρέπει κι εγώ να φροντίσω το σπίτι μου».
31 Ο Λάβαν ρώτησε: «Τι να σου δώσω για μισθό;» Κι ο Ιακώβ απάντησε: «Δε θα μου δώσεις τίποτε. Αν μου κάνεις αυτό που θα σου πω, εγώ πάλι θα βοσκήσω τα πρόβατά σου και θα σου τα φυλάξω: