3 Το πρωί μόλις χάραξε, άφησαν τους ανθρώπους να φύγουν με τα γαϊδούρια τους.
4 Βγήκαν απ’ την πόλη, αλλά πριν απομακρυνθούν, ο Ιωσήφ είπε στον προϊστάμενο του σπιτιού του: «Σήκω, τρέξε πίσω απ’ αυτούς τους ανθρώπους, κι όταν τους φτάσεις θα τους πεις: “γιατί ανταποδώσατε κακό αντί καλού;
5 Εσείς δεν έχετε το ποτήρι που χρησιμοποιεί ο κύριός μου για να πίνει και να προλέγει το μέλλον; Κάνατε πολύ άσχημα που φερθήκατε έτσι!”»
6 Ο άνθρωπος τους έφτασε και τους είπε αυτά τα λόγια.
7 Αυτοί απάντησαν: «Γιατί μιλάει έτσι ο κύριός μας; Δεν είναι δυνατόν οι δούλοι σου να κάναμε τέτοιο πράγμα!
8 Αν το χρήμα που βρήκαμε στο άνοιγμα των σακιών μας σου το επιστρέψαμε από τη Χαναάν, πώς είναι δυνατό να κλέψουμε ασήμι ή χρυσάφι μέσ’ από το σπίτι του κυρίου σου;
9 Σε όποιον απ’ τους δούλους σου βρεθεί αυτό το ποτήρι, να θανατωθεί, κι εμείς θα γίνουμε δούλοι του κυρίου μας».