1 Ακούστε με, χώρες απομακρισμένες, προσέξτε μακρινοί λαοί! Ο Κύριος απ’ την κοιλιά της μάνας μου με κάλεσε· πριν γεννηθώ πρόφερε τ’ όνομά μου.
2 Το στόμα μου καθώς σπαθί το ’κανε κοφτερό και με το χέρι του με προστάτεψε· σαν βέλος μ’ έκανε ακονισμένο, μ’ έκρυψε στη φαρέτρα του.
3 Και μου είπε: «Εσύ είσαι ο δούλος μου, Ισραήλ, τη δόξα μου μ’ εσένα θα τη φανερώσω».
4 Εγώ έκανα τη σκέψη πως άδικα κουράστηκα, μάταια και ανώφελα εξάντλησα τη δύναμή μου. Κι όμως το δίκιο μου ο Κύριος το έχει εγγυηθεί, στο χέρι του ο Θεός μου κρατάει το μισθό μου.