1 Ο Κύριος μου είπε:
2 «Εσύ, άνθρωπε, δείξε στην Ιερουσαλήμ πόσο βδελυρές είναι οι πράξεις της.
3 Πες της: “ο Κύριος, ο Θεός, λέει για σένα: Εσύ είσαι Χαναναία και απ’ την καταγωγή σου και απ’ τη γέννησή σου· ο πατέρας σου ήταν Αμορραίος και η μητέρα σου Χετταία.
4 Τη μέρα που γεννήθηκες δεν σού ’κοψαν τον ομφάλιο λώρο ούτε σε πλύναν’ με νερό για να σε καθαρίσουν, δε σ’ έτριψαν με αλάτι ούτε σε δέσαν’ με φασκιές.
5 Κανείς δεν σε λυπήθηκε να κάνει κάτι απ’ όλα αυτά, αλλά σε πέταξαν μες στα χωράφια, όταν γεννήθηκες, χωρίς για τη ζωή σου να νοιαστούν.
6 ”Εγώ πέρασα από κοντά σου, σε είδα να κυλιέσαι μες στο αίμα σου, κι έτσι, στην κατάσταση που βρισκόσουνα, σου είπα: Πάρε ζωή!