1 Τη δέκατη μέρα του πέμπτου μήνα του έβδομου έτους της αιχμαλωσίας μας, ήρθαν μερικοί από τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ να συμβουλευτούν τον Κύριο και κάθισαν μπροστά του.
2 Τότε ο Κύριος μου είπε:
3 «Εσύ άνθρωπε, δώσε στους πρεσβυτέρους του Ισραήλ την ακόλουθη απάντηση: Ο Κύριος, ο Θεός, λέει: “ήρθατε να με συμβουλευθείτε; Εγώ, ο αληθινός Θεός, βεβαιώνω ότι δε θ’ αφήσω να με συμβουλευθείτε!”»
4 Και με διέταξε: «Κρίνε τους, άνθρωπε, κρίνε τους! Φανέρωσέ τους τις βδελυρές πράξεις των προγόνων τους.
5 Πες τους:“Ο Κύριος ο Θεός λέει: Όταν οι Ισραηλίτες ήταν στην Αίγυπτο, εγώ τους διάλεξα για λαό μου. Ορκίστηκα στους απογόνους του Ιακώβ υψώνοντας το χέρι μου και τους φανέρωσα τον εαυτό μου λέγοντάς τους: Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός σας.