13 Αχ, και να μ’ έκρυβες στον άδη, Κύριε,κι εκεί να μ’ άφηνες κρυμμένονώσπου ο θυμός σου να διαβεί,και να μου όριζες τη μέραπου θα με ξαναθυμηθείς.
14 Αλλά εκείνος που πεθαίνει,γίνεται να ξανάρθει στη ζωή;Όλες τις μέρες της ζωής μουθα υπέμενα τις συμφορές,αν έλπιζα πως θ’ άλλαζα κατάσταση.
15 Θα με καλούσες,κι εγώ θα σου απαντούσα·και θα ’χες πόθο για να δεις, το πλάσμα σου.
16 Θα πρόσεχες το κάθε βήμα μουμα δε θα μου κατέγραφες τα κρίματα.
17 Αντίθετα· τις παραβάσεις μουμέσα σε σάκο θα τις σφράγιζεςκαι θα μου σκέπαζες κάθε παρανομία.
18 Βουνά γκρεμίζονται και χάνονταιβράχοι απ’ τη θέση τους μετακινούνται,
19 τα νερά τρών’ ακόμα και τις πέτρες·κι η μπόρα παρασέρνει τα χώματα της γης·παρόμοια καταστρέφειςτου ανθρώπου την ελπίδα εσύ.