1 Τώρα όμως έχω γίνει ο περίγελωςανθρώπων που ’ναι νεότεροί μουκαι που οι πατεράδες τουςήταν πιο καταφρονεμένοικι από του κοπαδιού μου τα σκυλιά.
2 Τι να τους έκανα άλλωστε,αφού στα χέρια δύναμη δεν είχαν;
3 Εξαντλημένοι απ’ τις στερήσεις κι απ’ την πείναέφευγαν στην κατάξερη τη γητη σκοτεινή, κατεστραμμένη κι έρημη.
4 Γύρω απ’ τους θάμνους αρμυρήθρες μάζευανκαι τρώγανε τις ρίζες απ’ τα σπάρτα.
5 Τους διώχναν μέσ’ απ’ την κοινότητακαι φώναζαν ξωπίσω τους,όπως στους κλέφτες.
6 Στ’ απόκρημνα φαράγγια κατοικούσαν,στης γης τις τρύπεςκαι στων βράχων τις σπηλιές.