15 Γιατί, αυτός που μ’ έπλασε,μήπως δεν έπλασε κι εκείνους;ο ίδιος δεν μας εσχημάτισε στη μητρική κοιλιά;
16 Ποτέ μου στους φτωχούς ό,τι ζητούσαν δεν τ’ αρνήθηκα,ούτε άφησα μες στην απελπισία τις χήρες.
17 Ποτέ δεν έφαγα μονάχος το ψωμί μου,χωρίς να φάνε απ’ αυτό και τα ορφανά,
18 γιατί εγώ τα μεγάλωσα από μικράσαν να ’μουνα πατέρας,κι από την ώρα που γεννήθηκαν τα καθοδήγησα.
19 Όταν έβλεπα κάποιον που ρούχα δεν είχε να ντυθεί,έναν φτωχό που σκεπάσματα δεν είχε,
20 του ’δινα από τα πρόβατά μουμάλλινο ρούχο για να ζεσταθείκι αυτός από καρδιάς μ’ ευχαριστούσε.
21 Αν χέρι σήκωσα πάνω σε ορφανό,επειδή έβλεπα πως είχατων δικαστών την υποστήριξη,