28 Αυτό θα ’ταν αμάρτημα, που οι δικαστές το τιμωρούνε,γιατί θα είχα απαρνηθεί τον ύψιστο Θεό.
29 Ποτέ μου δε χαιρόμουνα όταν ο εχθρός μου υπέφερεούτε ευχαριστιόμουνακακό σαν τον χτυπούσε.
30 Ποτέ μου ν’ αμαρτήσει δεν άφηνα το στόμα μου,ζητώντας με κατάρες το χαμό του.
31 Όσοι φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μουέχουνε να το λένε,πως από τα καλύτερα χορτάσαν φαγητά.
32 Ξένος κανείς δεν πέρασε τη νύχτα του στο ύπαιθρο·στον οδοιπόρο οι πόρτες μου πάντα ήταν ανοιχτές.
33 Ποτέ ανομίες δε χρειάστηκε να κρύψω ή παραπτώματα,όπως πολλοί το κάνουν.
34 Έτσι τα λόγια των ανθρώπων δε φοβόμουνούτε με τρόμαζε του κόσμου η περιφρόνηση,ώστε να μένω σιωπηλός,στο σπίτι μου κλεισμένος.