24 Η πιο ευλογημένη ας είναι απ’ τις γυναίκες η Ιαήλ,του Χέβερ η γυναίκα, του Κεναίου.Απ’ τις γυναίκες όλες που κατοικούνε σε σκηνές,αυτή ας είν’ η πιο ευλογημένη.
25 Νερό της ζήτησε ο Σίσερα, κι εκείνη γάλα του ’δωσε·γάλα ολόπαχο του πρόσφερε μες σε πολύτιμη γαβάθα.
26 Το ’να της χέρι άδραξε τον πάσσαλοκαι το δεξί της το σφυρί των εργατών.Και χτύπησε το Σίσερα, το κεφάλι του το κομμάτιασε·του τρύπησε απ’ άκρη σ’ άκρη το μηλίγγι.
27 Στα πόδια της αυτός σωριάστηκε,έπεσε κι εκεί έμεινε.Μπροστά στα πόδια της σωριάστηκε, έπεσε κάτω.’Κει που σωριάστηκε, εκεί έμεινε νεκρός.
28 Κοίταζε η μαύρη η μάνα του από το παραθύρικι εθρηνολόγα του Σίσερα η μάναμέσ’ από το καφασωτό:«Γιατί αργεί να ’ρθεί η άμαξά του;Γιατί οι τροχοί του τόσο αργά κυλάνε;»
29 Από τις πριγκιπέσσες της η πιο σοφή τής απαντά,κι αυτή το ξαναλέει στον εαυτό της:
30 «Σίγουρα, βρήκαν λάφυρα και τα μοιράζονται.Μια, δυο κοπέλες σκλάβες για κάθε μαχητή,λάφυρα από υφάσματα πολύχρωμαγια το Σίσερα κεντημένα,μαντήλι πλουμιστό,κι από τις δυο του όψεις κεντημένο,για το λαιμό του νικητή».