3 Πέρασέ τες στο χέρι σου σαν δαχτυλίδι, στην πλάκα της καρδιάς σου χάραξέ τες.
4 Πες τη σοφία «αδερφή» σου κι ονόμασε τη φρόνηση «στενή σου συγγενή»·
5 κι αυτές θα σε φυλάνε απ’ τη γυναίκα του άλλου, από την πόρνη, που πλανεύει με τα λόγια της.
6 Καθώς καθόμουν στου σπιτιού μου το παράθυρο και κοίταζα μέσ’ από το δικτυωτό,
7 είδα τους αφελείς τους νεαρούς κι ανάμεσά τους πρόσεξα έναν ανόητο:
8 Περνούσε στη γωνιά κοντά του δρόμου και προς το σπίτι βάδιζε της πόρνης.
9 Ήτανε βράδυ· κόντευε νύχτα κι έπεφτε το σκοτάδι.