6 Καθώς καθόμουν στου σπιτιού μου το παράθυρο και κοίταζα μέσ’ από το δικτυωτό,
7 είδα τους αφελείς τους νεαρούς κι ανάμεσά τους πρόσεξα έναν ανόητο:
8 Περνούσε στη γωνιά κοντά του δρόμου και προς το σπίτι βάδιζε της πόρνης.
9 Ήτανε βράδυ· κόντευε νύχτα κι έπεφτε το σκοτάδι.
10 Και να, τον πλησιάζει μια γυναίκα με εμφάνιση πόρνης και στην καρδιά της πονηριά.
11 Είναι τολμηρή κι αδιάντροπη· τα πόδια της δεν την κρατούν στο σπίτι.
12 Πότε στο δρόμο, πότε στην πλατεία, παραμονεύει σε κάθε γωνιά.