14 Στην πόρτα του σπιτιού της κάθεται σε θρόνο, στης πόλης τα ψηλώματα,
15 και τους διαβάτες προσκαλεί, που ίσια τραβούν στο δρόμο τους:
16 «Όποιος είναι άμυαλος ας έρθει κατά ’δω!» Και στον ανόητο λέει:
17 «Τα κλεμμένα νερά είναι γλυκά, και το ψωμί που τρώγεται κρυφά, είν’ ευχάριστο».
18 Μα αυτοί δεν ξέρουν ότι είν’ εκεί ο θάνατος κι ότι οι καλεσμένοι της πάνε στα βάθη του άδη.