Ρουθ 2:2-8 TGVD

2 Μια μέρα η Ρουθ είπε στη Νωεμίν: «Άφησέ με να πάω σ’ ένα χωράφι να μαζέψω τα στάχυα που αφήνουν οι θεριστές. Κάποιον θα βρω που θα μ’ αφήσει να το κάνω». Η Νωεμίν της είπε: «Πήγαινε, κόρη μου».

3 Έτσι η Ρουθ έφυγε και πήγε και μάζευε στάχυα σ’ ένα χωράφι, πίσω από τους θεριστές. Συμπτωματικά, βρέθηκε το κομμάτι αυτό της γης ν’ ανήκει στο Βοόζ, το συγγενή του Ελιμέλεχ.

4 Μετά από λίγο ήρθε ο Βοόζ από τη Βηθλεέμ και χαιρέτισε τους θεριστές: «Ο Κύριος να ’ναι μαζί σας», τους είπε. «Ο Κύριος να σ’ ευλογεί», του απάντησαν εκείνοι.

5 Τότε ο Βοόζ ρώτησε τον υπηρέτη του, τον επιστάτη των θεριστών: «Ποιανού είναι αυτή η νέα;»

6 Αυτός του απάντησε: «Είναι η νεαρή Μωαβίτισσα, που συνόδεψε τη Νωεμίν στην επιστροφή της από τη Μωάβ.

7 Μας παρακάλεσε να την αφήσουμε να μαζεύει τα στάχυα που αφήνουν οι θεριστές να πέφτουν από τα δεμάτια. Ήρθε από το πρωί, κι ως τώρα δεν έχει καθόλου ξεκουραστεί».

8 Τότε ο Βοόζ είπε στη Ρουθ: «Άκουσε, κόρη μου: μη φύγεις από ’δω για να μαζέψεις στάχυα σ’ άλλο χωράφι· μείνε με τις υπηρέτριές μου.