4 Όταν πάει να πλαγιάσει, φρόντισε να δεις πού θα κοιμηθεί. Πλησίασε, σήκωσε τα σκεπάσματα των ποδιών του και πλάγιασε εκεί. Μετά αυτός θα σου πει τι να κάνεις».
5 Η Ρουθ της απάντησε: «Θα κάνω όλα όσα μου είπες».
6 Κατέβηκε, λοιπόν, στο αλώνι κι έκανε όλα όσα της είχε υποδείξει η πεθερά της.
7 Ο Βοόζ αφού έφαγε και ήπιε κι ήταν σε εξαιρετική διάθεση, πήγε και πλάγιασε στην άκρη του σωρού του κριθαριού. Τότε η Ρουθ ήρθε ήσυχα ήσυχα, σήκωσε τα σκεπάσματα των ποδιών του και πλάγιασε εκεί.
8 Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Βοόζ ξύπνησε απότομα, ανασηκώθηκε και είδε μια γυναίκα να κοιμάται στα πόδια του.
9 «Ποια είσ’ εσύ;» τη ρώτησε. Κι αυτή απάντησε: «Εγώ είμαι η Ρουθ, η δούλη σου. Πάρε με στην προστασία σου, γιατί εσύ είσαι ο κοντινότερος συγγενής μου».
10 Τότε ο Βοόζ είπε: «Ο Κύριος να σ’ ευλογεί, κόρη μου! Αυτό που κάνεις τώρα δείχνει την πιστότητά σου στην οικογένεια της πεθεράς σου, περισσότερο απ’ ό,τι το δείχνει η προηγούμενη πράξη σου. Πράγματι, δεν αναζήτησες για άντρα σου κάποιον νεαρό, φτωχό ή πλούσιο.