6 Οι λόγοι μου όμως και οι νόμοι μου, που τους μετέφεραν οι δούλοι μου, οι προφήτες, έπεισαν τελικά τους προγόνους σας. Κι εκείνοι μετανόησαν κι ομολόγησαν: “όπως αποφάσισε ο Κύριος του σύμπαντος να πράξει σ’ εμάς, έτσι έπραξε, ανάλογα με τη συμπεριφορά μας και τα έργα μας”».
7 Στις είκοσι τέσσερις του ενδέκατου μήνα, που είναι ο μήνας Σεβάτ, του δεύτερου έτους της βασιλείας του Δαρείου, δόθηκε μήνυμα από τον Κύριο στον προφήτη Ζαχαρία, γιο του Βαραχία, κι εγγονό του Ιδδώ. Ο προφήτης, λοιπόν, διηγείται:
8 Είδα τη νύχτα έναν άνθρωπο καβάλα πάνω σ’ άλογο καστανό, να στέκεται μες στις μυρτιές πλάι στον γκρεμό, και πίσω του ήταν άλλα άλογα καστανά, κόκκινα κι άσπρα.
9 Ρώτησα, λοιπόν, τον άγγελο που μιλούσε μαζί μου: «Αυτά, κύριέ μου όλα τι σημαίνουν;» Και μου απάντησε: «Εγώ θα σου τα εξηγήσω».
10 Τότε ο άνθρωπος που στεκότανε μες στις μυρτιές, είπε: «Εμείς είμαστε εκείνοι που ο Κύριος τους έστειλε να περιοδεύσουν τη γη».
11 Και οι καβαλάρηδες δώσαν αναφορά στον άγγελο του Κυρίου, που στεκόταν ανάμεσα στις μυρτιές: «Περιοδεύσαμε τη γη, και είναι όλη ήσυχη και ειρηνική».
12 Τότε εκείνος απευθύνθηκε στον Κύριο και του είπε: «Κύριε του σύμπαντος, είν’ εβδομήντα χρόνια που είσαι οργισμένος ενάντια στην Ιερουσαλήμ και στης Ιουδαίας τις πόλεις. Πότε πια θα δείξεις έλεος γι’ αυτές;»