4 «Τι ήρθαν να κάνουν αυτοί;» ρώτησα. Και μου αποκρίθηκε: «Αυτοί ήρθαν να τρομάξουν και να συντρίψουν τα ισχυρά έθνη, που ξεσηκώθηκαν εναντίον της χώρας του Κυρίου και διασκόρπισαν το λαό του Ιούδα, ώστε κανείς να μην του αντισταθεί πια».
5 Μετά κοίταξα ψηλά και είδα έναν άνθρωπο, που κρατούσε στο χέρι του το σχοινί που μετράνε.
6 «Πού πηγαίνεις;» τον ρώτησα. Και μου αποκρίθηκε: «Να μετρήσω την Ιερουσαλήμ και να δω ποιο θα είναι το πλάτος της και ποιο το μήκος της».
7 Τότε ο άγγελος που μιλούσε μαζί μου προχώρησε μπροστά και πρόσταξε έναν άλλον άγγελο, που ήρθε να τον συναντήσει:
8 «Τρέξε», του λέει, «να πεις σ’ εκείνον το νεαρό ότι η Ιερουσαλήμ θα παραμείνει ατείχιστη, για να υπάρχει χώρος για πολλούς ανθρώπους και ζώα».
9 «Εγώ», λέει ο Κύριος, «θα είμαι γι’ αυτήν πύρινο τείχος γύρω γύρω και δόξα στο μέσον της».
10 Ο Κύριος είπε: «Εμπρός, εμπρός, εσείς που σας διασκόρπισα στους τέσσερις ανέμους, φύγετε από τη χώρα του βορρά!