24 Παρουσιάστηκε κι εκείνος που είχε λάβει το ένα τάλαντο και του είπε: “κύριε, ήξερα πως είσαι σκληρός άνθρωπος. Θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και συνάζεις καρπούς εκεί που δε φύτεψες.
25 Γι’ αυτό φοβήθηκα και πήγα κι έκρυψα το τάλαντό σου στη γη. Ορίστε τα λεφτά σου”.
26 Ο κύριός του του αποκρίθηκε: “δούλε κακέ και οκνηρέ, ήξερες πως θερίζω όπου δεν έσπειρα, και συνάζω καρπούς απ’ όπου δε φύτεψα!
27 Τότε έπρεπε να βάλεις τα χρήματά μου στην τράπεζα, κι εγώ όταν θα γυρνούσα πίσω, θα τα έπαιρνα με τόκο.
28 Πάρτε του, λοιπόν, το τάλαντο και δώστε το σ’ αυτόν που έχει τα δέκα τάλαντα.
29 Γιατί σε καθέναν που έχει, θα του δοθεί με το παραπάνω και θα ’χει περίσσευμα· ενώ απ’ όποιον δεν έχει, θα του πάρουν και τα λίγα που έχει.
30 Κι αυτόν τον άχρηστο δούλο πετάξτε τον έξω στο σκοτάδι. Εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια”».