5 «Όταν βρισκόμουν στην Ιόππη», τους είπε, «είδα, ενώ προσευχόμουν, ένα όραμα: είδα να κατεβαίνει από τον ουρανό κάτι σαν ένα μεγάλο σεντόνι πιασμένο από τις τέσσερις άκρες του και να έρχεται ως εμένα.
6 Όταν κοίταξα καλά τι είχε μέσα, είδα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πουλιά του ουρανού.
7 Τότε άκουσα μια φωνή που έλεγε: “Πέτρο, σήκω, σφάξε και φάγε”.
8 Εγώ είπα: “ποτέ, Κύριε! Αφού ποτέ στη ζωή μου δεν έβαλα στο στόμα μου κάτι απαγορευμένο ή ακάθαρτο”.
9 Η φωνή από τον ουρανό μού μίλησε για δεύτερη φορά: “αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ να μην τα θεωρείς ακάθαρτα”.
10 Αυτό έγινε τρεις φορές, κι ύστερα όλα εξαφανίστηκαν στον ουρανό.
11 Την ίδια στιγμή, στάθηκαν μπροστά στο σπίτι που έμενα τρεις άντρες, σταλμένοι από την Καισάρεια για να με βρουν.